- ιματιοφυλάκιο
- το1. ιματιοθήκη.2. ιδιαίτερος χώρος για την απόθεση των ενδυμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα … Dictionary of Greek
ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] … Dictionary of Greek
φαινολοθήκη — ἡ, ΜΑ το μέρος όπου φυλάγονταν τα επανωφόρια, ιματιοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης + θήκη] … Dictionary of Greek